Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Άνοιξη στην Πελλήνη


Δεύτερη μέρα του Πάσχα. Ανεβαίνουμε με τα πόδια στο χώρο που κάποτε ήταν κτισμένη η ακρόπολη της αρχαίας Πελλήνης για να ξεναγήσουμε φίλους από το εξωτερικό. Τα ανοιξιάτικα αγριολούλουδα μοσχοβολούν. Ανάμεσά τους ξεπροβάλλουν τα αρχαία ερείπια του τετράγωνου ενετικού φρουρίου, που οι στρογγυλοί του πύργοι, ένας σε κάθε γωνία, επόπτευαν την περιοχή. Παρατηρώ τα χαλάσματα και διαπιστώνω ότι κάθε φορά που έρχομαι τα μεγάλα "κομμάτια" είναι όλο και πιο λίγα. Αλλά και γιατί να μην είναι; Ποιός να τα φυλάξει; Οι κάτοικοι ή η εφορεία αρχαιοτήτων; Φαίνεται ότι ήταν η μοίρα των «Παλατιών» της Πελλήνης να κομματιαστούν, πρώτα για να κτιστούν τα γειτονικά χωριά και ύστερα για να στολίσουν τους κήπους των πετρόκτιστων γιαλαντζί-αρχοντικών που ξεφυτρώνουν παντού.

Η πέτρινη καμάρα ενός ενετικού, όπως δείχνει, παράθυρου σχηματίζει μια υπέροχη καμπύλη ανάμεσα στη χαμηλή βλάστηση. Αυτό πρώτη φορά το βλέπω... ίσως και τελευταία. Λίγο πιό πέρα ξεχωρίζει μέρος από το στεφάνι ενός μεγάλου πιθαριού, αποκολλημένο και σπασμένο σε τρία κομμάτια. Κι αυτό καινούργιο. Ο κόσμος σκάβει πυρετωδώς...


Σπόνδυλοι κιόνων, η αιώνια σκουριασμένη κλούβα (γιατί την έχουν εκεί άραγε;) με τους αρχαϊκούς κίονες και οι πέτρες που κι αυτές όλο και λιγοστεύουν... Τι να γίνει υπάρχει οικοδομικός οργασμός στην περιοχή... Πιο κάτω απλώνεται το θέατρο. Ο χώρος έχει ακόμα καλή ακουστική. Τα κουδουνάκια των προβάτων που βόσκουν εκεί που κάποτε βρισκόταν η αρχαία σκηνή αντιλαλούν στην κορυφή του λόφου. Τα βλέπουμε να απομακρύνονται και την ίδια στιγμή τα μάτια μας πέφτουν σε τρεις τρύπες φρεσκο-σκαμμένες στο καταπράσινο χαλί της φύσης. Ανοιγμένες σε κανονικές αποστάσεις, στην ευθεία του θεάτρου, δείχνουν ότι οι κλέφτες δεν χάνουν τον καιρό τους. Οι ξένοι φίλοι μας είναι κατάπληκτοι. Ρωτούν γιατί αφήνουμε αφύλακτα σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία.Άντε να τους εξηγήσεις τώρα... Φαντάσου να μάθουν ότι ο φύλακας περνάει μια φορά την εβδομάδα. Θα μας περάσουν για τρελλούς. Αλλάζουμε κουβέντα και προτείνουμε να τους οδηγήσουμε την Σεντερίνα.


Κατηφορίζουμε ανάμεσα στ’ αμπέλια. Δεξιά μας το νεκροταφείο. Σ’ αυτή την πλαγιά ήταν, εκτός από τον ναό της Αθηνάς, τα ιερά της Αρτέμιδος Σώτειρας, του Διονύσου, του Απόλλωνα… Γι’ αυτό και στο πλάι του δρόμου υπήρχαν, μέχρι πριν λίγους μήνες, αμέτρητα σπαράγματα κτισμάτων. Παρατηρώ ότι ο αριθμός τους έχει αισθητά μειωθεί. Ούτε όστρακα δεν βλέπεις πια.. Φαίνεται ότι ο ρυθμός «εργασίας» έχει εντατικοποιηθεί τον τελευταίο καιρό. Τι ντροπή…

Το κελάρυσμα της πηγής διαλύει τις μαύρες μας σκέψεις. Η συκιά που αναφέρει ο περιηγητής Λούτβιχ Σαλβατόρ το 1874 υπάρχει ακόμα. Οι ραβδώσεις ενός αρχαίου κίονα στερεώνουν τους σκουριασμένους σωλήνες του νερού. (Ελληνική ευρηματικότητα!) Εξηγούμε στους ξένους μας ότι η πηγή είναι αρχαία. Η υγρασία της συντηρούσε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, νεανικό έργο του Φειδία, που βρισκόταν στον ναό, ο οποίος ήταν κτισμένος ακριβώς αποπάνω. Έπειτα έγινε χριστιανική εκκλησία. Οι ενετοί κατακτητές τον μετέτρεψαν σε καθολική εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Ειρήνη, την Σάντα Ιρίνα, εξ ου και το σημερινό όνομα Σεντερίνα.


Ο κατηφορικός χωματόδρομος που περνά μπροστά από την πηγή συμπίπτει σε πολλά σημεία με τον αρχαίο δρόμο που οδηγούσε στο λιμάνι των Αριστοναυτών. Η περιγραφή που έχουμε από τον Παυσανία είναι εντυπωσιακή. Αγάλματα και μνημεία ηρώων κοσμούσαν τον δρόμο αυτό μέχρι το λιμάνι. Όλα χαμένα τώρα πια.

Πίσω από το βουνό αχνοφέγγει η θάλασσα κι απέναντι ο χιονισμένος Παρνασσός λάμπει στο μεσημεριάτικο φως. Δυτικά η Ζήρεια κάτασπρη κι αυτή. Κάνουμε μεταβολή κι ανηφορίζουμε σιωπηλοί το δρόμο της επιστροφής, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Ω γλυκύ μου έαρ...



Ω γλυκύ μου έαρ,

γλυκύτατόν μου τέκνον,

πού έδυ σου το κάλλος;

...

Η δάμαλις τον μόσχον,

εν ξύλω κρεμασθέντα,

ηλάλαζεν ορώσα

....

Ω φως των οφθαλμών μου,

γλυκύτατόν μου τέκνον,

πώς τάφω νυν καλύπτη;.